- περιπαθές
- περιπαθήςdeeply movedmasc/fem voc sgπεριπαθήςdeeply movedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γιαρές — ο 1. ο γιαράς 2. ψυχικός πόνος 3. περιπαθές ανατολίτικο τραγούδι … Dictionary of Greek
γιγγλυμωτός — γιγγλυμωτός, ή, όν (Α) [γίγγλυμος] 1. συναρμοσμένος με γίγγλυμον 2. φρ. «γιγγλυμωτόν φίλημα» ρουφηχτό, περιπαθές φιλί … Dictionary of Greek
περιπεταστός — ή, όν, Α [περιπετάννυμι] 1. απλωμένος γύρω γύρω σε κάτι 2. φρ. «περιπεταστὸν φίλημα» φίλημα με ανοιχτά τα χείλη, φίλημα περιπαθές, λάγνο … Dictionary of Greek
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek
Μόλναρ, Φέρεντς — (Ferenc Molnar, Βουδαπέστη 1878 – Νέα Υόρκη 1952). Ούγγρος πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Μετά τις πανεπιστημιακές σπουδές του στη Γενεύη, επέστρεψε στη Βουδαπέστη, όπου άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία. Κυνηγημένος από τον ναζισμό,… … Dictionary of Greek